- ξυλάκι
- baguette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξυλάκι — το μικρό κομμάτι ξύλου … Dictionary of Greek
γλειφιτζούρι — και γλειφιτσούρι, το [γλείφω] ζαχαρωτό που είναι προσαρμοσμένο σε ξυλάκι … Dictionary of Greek
ξυλάριο — το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον) ξυλάκι, μικρό ξύλο αρχ. κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άριο(ν), πρβλ. πλοι άριο] … Dictionary of Greek
ξυλαράκι — το ξυλάκι … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek